Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Η ΚΟΜΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΩΔΙΑΣ Η ΔΙΗΓΗΜΑ ΓΙΑ ΓΕΡΑ ΝΕΥΡΑ ΜΕ ΜΙΑ ΙΤΑΛΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΟ, ΝΑΡΚΙΣΟ, ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΟ, ΙΔΙΟΤΡΟΠΟ ΚΑΙ ΙΔΙΟΜΟΡΦΟ.

Μιά φορά καί ένα καιρό σέ μιά μακρινή χώρα τής δυτικής Αφρικής, τήν Νιγηρία στήν πόλι τού Lagos, ζούσε κάποιος πού τόν έλεγαν Rene Magritte. Είταν ένας ευαίσθητος εικαστικός πού άφησε τήν πατρίδα  τήν οικογένεια καί τούς φίλους του, γιατί τού άρεσε η μοναξιά. Είταν δηλαδή ένας ευτυχισμένος περιθωριακός. Σάν χαρακτήρας αδέσμευτος καί ανεξάρτητος, αφού εδώ καί δεκατέσσερα χρόνια είχε αλλάξει χωρίς νά τό επιδιώκει πιστεύοντας, ότι έφτιαξε, ωρίμασε καί σάπισε, έγινε διαφορετικός τό ίδιο καί τό περιβάλλον πού συναναστρέφεται. Η Τέχνη διαιρείται σέ περιόδους, όπως η ανθρώπινη ζωή αποτελείται από κλειστούς κύκλους. "Θά επιστρέφω μέ τόν ήλιο  αυτόν, μέ τή γή αυτή, μέ τόν αετό καί τόν όφι, όχι πρός άλλη ζωή ή καλύτερη ζωή ή ομοιάζουσα ζωή. Θά επιστρέφω αιώνια πρός τήν ίδια αυτή ζωή, απαράλλαχτα τήν ίδια, σέ μικρά καί μεγάλα, γιά νά διδάσκω τήν αιώνια επιστροφή όλων τών πραγμάτων." Νίτσε... Ολα αυτά γιά νά πραγματοποιηθούν στήν carriera του δέν χρειάστηκαν πολλά αλλά λίγα για νά κάνει πάρα πολλά, γιατί εκτός από τά χρήματα υπήρχε καί η αξία καί ότι γιά νά δημιουργήσεις πρέπει νά έχεις ταλέντο καί εμπειρίες. Οι ιδέες που τού`ρθαν τώρα μετά από σκέψη τίς σημείωνε στό χαρτί καί έτσι άρχιζε να πλάθει τόν μύθο ή ιστορίες τραβηγμένες από τά μαλλιά καί όχι βγαλμένες από τά μυαλλά. Τό γράψιμο καί τό διάβασμα τόν ξεκούραζαν καί συμπλήρωναν τήν εικονογράφηση, γιατί τελευταία κάθε πίνακας του συνοδευόταν σχεδόν πάντα από ένα κείμενο. Ανοίγει τότε ένα μικρό βιβλίο τής τσέπης μέ τίτλο η ζωή μας σέ comics. Η πρώτη εικόνα. Σ`ένα κομμάτι γής βρισκόταν ένας γκρί άντρας καθισμένος σέ μιά chaise longue καί λεγόταν Προκρούστης. Στό βάθος ένα καράβι καί δυό γλάροι μέ ρόζ πανσέληνο. Γυρίζει σελίδα καί βλέπει τό θύμα ανάσκελα ξαπλωμένο καί δεμένο σφιχτά σ`ένα κρεβάτι νά παρακαλεί νά βρεθεί κάποιος Θησέας ή Ηρακλής, νά τόν λύσει, νά τόν απελευθερώσει, νά τόν σώσει από τά δεσμά του μανιακού καί σχιζοφρενή δολοφόνου, ο οποίος είναι δίπλα του καί χαμογελά σαδιστικά. Τά υλικά πλακάτα, χωρίς όγκο ακρυλικά, γι`αυτό τά αντικείμενα καί οι φιγούρες μοιάζουν μέ χρωματιστές σκιές. Στό τέλος όμως τής σύνθεσης ένα χρώμα κυριαρχεί πάντα στά υπόλοιπα καί αυτό τήν φορά αυτή είναι τό κόκκινο. Η αφαίρεση στό σχέδιο κατακτήθηκε από τόν δημιουργό μετά από πολύ παρατήρηση καί πολύχρονη δουλειά. Τό παραμύθι είχε scenario, συνέχεια χωρίς αρχή καί τέλος, μίσος λόγια καί φαντασία...,... Ο μυστιριώδης επιτυχημένος βέλγος καλλιτέχνης βλέπει αδιάφορα μέ εκείνο τό βλέμμα τής Πυθίας τό τριαντάφυλλο μέσα στό κρυστάλλινο βάζο Βοημίας, πάνω στό βαθύ σκούρο πράσινο πανί πού τού θύμιζε πίνακα τού Van Gogh μουρμουρίζοντας τίς φράσεις τού Jean-Paul Sartre. "Je comprenais tout lumineusement et je n`y comprenais absolument rien. Comprendre c`est se changer, aller au-dela de soi-meme. cette lecture ne me changeait pas". Μπροστά του η ανοιχτή πόρτα καί τά παράθυρα πού γεμίζουν τό δωμάτιο βάζοντας παντού κίτρινα σύννεφα. Ο μικρός Βούδας! Η γάτα φονιάς κοιτάζει ακίνητη σάν άγαλμα επίμονα τό πουλί πού τσιμπάει τό ξύλινο τού τραπεζιού. Ο πορτοκαλί, αιμοβόρος, παράφονας, βαρύτονος, σαρκοφάγος αίλουρος, τό λιοντάρι  νάνος, πηδώντας νά τό φτάσει σπάει ρίχνοντας τό ανθοδοχείο καί τό καναρινί καναρίνι τρομαγμένο φεύγει. Πετάει μικραίνοντας, ξεμακρένοντας στό γαλάζιο τού ουρανού. Απομακρύνεται όλο καί περισσότερο πλησιάζοντας ένα αστέρι πού κινείται πρός τά δεξιά. Κατευθύνεται μέ διεύθυνση τήν Βηθλεέμ. Στόν ορίζοντα διακρίνεις τρείς φιγούρες από καμήλες νά ακολουθούν τήν φωτεινή ουρά του μέχρι πού χάνονται. Χάνονται μέσα στό όνειρο καί τόν σουρεαλισμό. Ο περίεργος παράξενος επώνυμος τελειομανής ταλαντούχος (όσο πατάει η γάτα) ζωγράφος σηκώνεται φανερά εκνευρισμένος καί πάει  βιαστικά πρός τό μέρος τής τηλεόρασης πατώντας τά λουλούδια, τά νερά καί τά κομμάτια τού κινέζικου αμφορέα από τήν ζημιά τού αγαπημένου του γάτου τού Παβαρότη, πού τόν αποκαλούσε έτσι, γιατί ξεσήκωνε στό πόδι κάθε βράδυ όλη τήν κουβανέζικη συνοικία από τίς αγριοφωνάρες του. Κάθετε στήν αναπαυτική πολυθρόνα του κάνοντας zapping μέ τό τηλε-control ελπίζοντας νά βρεί κινούμενα σχέδια. Σταματά σ`ένα γαλλικό documentaire τού δεύτερου γερμανικού καναλιού γιά τήν προστασία τής φύσης. Ενα κοπάδι από τριανταοχτώ χοντρές παχύσαρκες μαύρες πολικές αρκούδες εμφανίζονται στό άσπρο φόντο αφήνοντας τίς φαρδιές πατημασιές τους στό χιώνι, σέ σειρά πρώτα οι μεγάλες καί ακολουθούσαν τά παιδιά τους. Περπατώντας αρκετή ώρα καταλήγουν σε μιά στοά. Από τήν άλλη μεριά τής σήραγγας βγαίνουν τά manequins! Ανδρικά μοντέλα ντυμένα μέ καπέλα καί ριγέ nylon κοστούμια τής τελευταίας λέξης τής μόδας, τής εποχής `60 σάν τά ανθρωπάκια τού Γιάννη Γαίτη πού έχουν καταπιεί μπαστούνι. Βηματίζουν γρήγορα στήν πασσαρέλα καί χάνονται αριστερά τής μικρής οθόνης... Τότε θυμήθηκε καθυστεριμένα τό βραδυνό φαγητό του. Σηκώνεται καί βαδίζοντας πρός τήν κουζίνα μέ τήν αγωνία καί τό άνχος ζωγραφισμένο στό πρόσωπό του όπως ένας τρελλλός κτυπώντας σέ καρέκλες καί στούς τοίχους σάν μεθυσμένος. Κλείνει τό ηλεκτρικό μάτι πού τό ξέχασε αναμένο αρκετό χρόνο μέ τά spaghetti στήν χύτρα ταχύτητας πού έβραζαν στούς 140 βαθμούς. Ευτυχώς δέν έγινε δυστύχημα σκέφτηκε καί μετακίνησε λίγο, ξεσκεπάζοντας έτσι τό καπάκι από τήν κατσαρόλα, γιά νά φύγουν οι ατμοί. Κατόπιν ανοίγοντας τήν βρύση αφίνει νά τρέξει άφθονο νερό γιά νά τό κρυώσει. Υστερα άρχισε νά ετοιμάζει τήν σάλτσα. Σιγοψήνει στό τηγάνι αφού έβαλε τρείς κουταλιές βούτυρο, τά δυό ψιλοκομμένα κρεμύδια μέχρι νά ροδίσουν νά ξανθύνουν, όχι νά καούν. Προσθέτει τόν από τά χτές βρασμένο στραγγισμένο στεγνωμένο ήδη κιμά τής σόγιας, γιατί είταν ζωόφιλος καί συγχρόνως χορτοφάγος. Ανακατεύοντας όλα τά παραπάνω μ`ένα κουτάλι ξύλινο τής σούπας ρίχνει τέσσερεις πολτοποιημένες βιολογικές κρητικές ντομάτες μέ λίγη ρίγανη, βασιλικό καί αλάτι, πιπέρι, μιά σκελίδα σκόρδο, τό φύλο τής δάφνης, ένα φλιτζάνι νερό καί τά αφίνει όλα μαζί περίπου 45 λεπτά. Μέ τρεμάμενο χέρι μετά χύνει ρίχνοντας τήν σάλτσα στά μακαρόνια. Σερβίρει μιά τριπλή μερίδα στό τραπέζι, μπορεί καί τετραπλή, μ`ένα ποτήρι Coca Cola Light. Ψάχνει μέ νευρικές κινήσεις τό τριμμένο τυρί parmezzana καί τό ραντίζει στά άσπρα κόκκινα ζυμαρικά. Αρχίζει νά τά τρώει λαίμαργα καταστρέφοντας τήν δίαιτά του, τήν υγιεινή του διατροφή καί τήν ωραία του εμφάνιση. Τό ηθικόν δίδαγμα τής πολυτάραχης, πολύκροτης αυτής ιστορίας, τής εξωτικής περιπέτειας βγαίνει από τήν άποψη τής ατάκας τού Γούντυ Αλεν όταν λέει,"δέν θέλω νά γίνω αθάνατος μέσω τού έργου μου. Θέλω νά γίνω αθάνατος καί νά μήν...,... πεθάνω".

                                                                                                                                              Ν.Κ/5/1995

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου