Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΕΑΛΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟ

Ενας μεγάλος πλάτανος
μ`αγκάλιασε
καί μού`πε νά μή φοβάμαι.
Mίλησε μέσα στό "εγώ".
Τό "εσύ" έγινε
κι' αυτό "εγώ".
Κι' από τόν πληθυντικό
τών δύο,
τόν δυικό γίναμε ένα κι' ενικός.
Ο κόσμος μου ο μυστικός
ο καλά κρυμένος
καί εσωτερικός,
πλημμύρισε στό αίμα.
Γέμισε τό μέσα μου κενό
από κόκκινο ζωηρό
ανακατεμένο μέ
βυσινή σκοτεινό.
Τ`αστέρια τότε χαμήλωσαν
καί πέσανε στό χρώμα.
Ασπρες κηλίδες γίνανε
πατήσανε εις τό
βρεμένο χώμα.
Κι` έτσι με βρήκε τό πρωί,
χωρίς κανέναν άλλον,
μονάχο μου μονάχο
μέ όνειρα κι` ελπίδα.
"Μή φοβάσαι μή φοβάσαι
φίλος μέ τόν πόνο νά`σαι."*
Καί ο πόνος είναι νόμος
μέσα στή ζωή.
Τύλιξέ με πλάτανε
μέσα στή μαύρη φλούδα.
Βάλε μέσα
στό παλτό.
Θέλω καί γώ νά ζήσω
στόν γαλάζιο σου
σουρεαλισμό.
Σ`αυτό τό ποίημα
περιγράφω πώς απέρριψα
τόν ρεαλισμό καί
κατέληξα στόν
παραλογισμό.
Εγώ ο Νίκος ένας
άνθρωπος μοναχικός,
πού νά κάθομαι τώρα
νά εξηγώ...,...

*στίχος τού Μανώλη Ρασούλη