Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Η ΚΟΜΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΩΔΙΑΣ Η ΔΙΗΓΗΜΑ ΓΙΑ ΓΕΡΑ ΝΕΥΡΑ ΜΕ ΜΙΑ ΙΤΑΛΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΟ, ΝΑΡΚΙΣΟ, ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΟ, ΙΔΙΟΤΡΟΠΟ ΚΑΙ ΙΔΙΟΜΟΡΦΟ.

Μιά φορά καί ένα καιρό σέ μιά μακρινή χώρα τής δυτικής Αφρικής, τήν Νιγηρία στήν πόλι τού Lagos, ζούσε κάποιος πού τόν έλεγαν Rene Magritte. Είταν ένας ευαίσθητος εικαστικός πού άφησε τήν πατρίδα  τήν οικογένεια καί τούς φίλους του, γιατί τού άρεσε η μοναξιά. Είταν δηλαδή ένας ευτυχισμένος περιθωριακός. Σάν χαρακτήρας αδέσμευτος καί ανεξάρτητος, αφού εδώ καί δεκατέσσερα χρόνια είχε αλλάξει χωρίς νά τό επιδιώκει πιστεύοντας, ότι έφτιαξε, ωρίμασε καί σάπισε, έγινε διαφορετικός τό ίδιο καί τό περιβάλλον πού συναναστρέφεται. Η Τέχνη διαιρείται σέ περιόδους, όπως η ανθρώπινη ζωή αποτελείται από κλειστούς κύκλους. "Θά επιστρέφω μέ τόν ήλιο  αυτόν, μέ τή γή αυτή, μέ τόν αετό καί τόν όφι, όχι πρός άλλη ζωή ή καλύτερη ζωή ή ομοιάζουσα ζωή. Θά επιστρέφω αιώνια πρός τήν ίδια αυτή ζωή, απαράλλαχτα τήν ίδια, σέ μικρά καί μεγάλα, γιά νά διδάσκω τήν αιώνια επιστροφή όλων τών πραγμάτων." Νίτσε... Ολα αυτά γιά νά πραγματοποιηθούν στήν carriera του δέν χρειάστηκαν πολλά αλλά λίγα για νά κάνει πάρα πολλά, γιατί εκτός από τά χρήματα υπήρχε καί η αξία καί ότι γιά νά δημιουργήσεις πρέπει νά έχεις ταλέντο καί εμπειρίες. Οι ιδέες που τού`ρθαν τώρα μετά από σκέψη τίς σημείωνε στό χαρτί καί έτσι άρχιζε να πλάθει τόν μύθο ή ιστορίες τραβηγμένες από τά μαλλιά καί όχι βγαλμένες από τά μυαλλά. Τό γράψιμο καί τό διάβασμα τόν ξεκούραζαν καί συμπλήρωναν τήν εικονογράφηση, γιατί τελευταία κάθε πίνακας του συνοδευόταν σχεδόν πάντα από ένα κείμενο. Ανοίγει τότε ένα μικρό βιβλίο τής τσέπης μέ τίτλο η ζωή μας σέ comics. Η πρώτη εικόνα. Σ`ένα κομμάτι γής βρισκόταν ένας γκρί άντρας καθισμένος σέ μιά chaise longue καί λεγόταν Προκρούστης. Στό βάθος ένα καράβι καί δυό γλάροι μέ ρόζ πανσέληνο. Γυρίζει σελίδα καί βλέπει τό θύμα ανάσκελα ξαπλωμένο καί δεμένο σφιχτά σ`ένα κρεβάτι νά παρακαλεί νά βρεθεί κάποιος Θησέας ή Ηρακλής, νά τόν λύσει, νά τόν απελευθερώσει, νά τόν σώσει από τά δεσμά του μανιακού καί σχιζοφρενή δολοφόνου, ο οποίος είναι δίπλα του καί χαμογελά σαδιστικά. Τά υλικά πλακάτα, χωρίς όγκο ακρυλικά, γι`αυτό τά αντικείμενα καί οι φιγούρες μοιάζουν μέ χρωματιστές σκιές. Στό τέλος όμως τής σύνθεσης ένα χρώμα κυριαρχεί πάντα στά υπόλοιπα καί αυτό τήν φορά αυτή είναι τό κόκκινο. Η αφαίρεση στό σχέδιο κατακτήθηκε από τόν δημιουργό μετά από πολύ παρατήρηση καί πολύχρονη δουλειά. Τό παραμύθι είχε scenario, συνέχεια χωρίς αρχή καί τέλος, μίσος λόγια καί φαντασία...,... Ο μυστιριώδης επιτυχημένος βέλγος καλλιτέχνης βλέπει αδιάφορα μέ εκείνο τό βλέμμα τής Πυθίας τό τριαντάφυλλο μέσα στό κρυστάλλινο βάζο Βοημίας, πάνω στό βαθύ σκούρο πράσινο πανί πού τού θύμιζε πίνακα τού Van Gogh μουρμουρίζοντας τίς φράσεις τού Jean-Paul Sartre. "Je comprenais tout lumineusement et je n`y comprenais absolument rien. Comprendre c`est se changer, aller au-dela de soi-meme. cette lecture ne me changeait pas". Μπροστά του η ανοιχτή πόρτα καί τά παράθυρα πού γεμίζουν τό δωμάτιο βάζοντας παντού κίτρινα σύννεφα. Ο μικρός Βούδας! Η γάτα φονιάς κοιτάζει ακίνητη σάν άγαλμα επίμονα τό πουλί πού τσιμπάει τό ξύλινο τού τραπεζιού. Ο πορτοκαλί, αιμοβόρος, παράφονας, βαρύτονος, σαρκοφάγος αίλουρος, τό λιοντάρι  νάνος, πηδώντας νά τό φτάσει σπάει ρίχνοντας τό ανθοδοχείο καί τό καναρινί καναρίνι τρομαγμένο φεύγει. Πετάει μικραίνοντας, ξεμακρένοντας στό γαλάζιο τού ουρανού. Απομακρύνεται όλο καί περισσότερο πλησιάζοντας ένα αστέρι πού κινείται πρός τά δεξιά. Κατευθύνεται μέ διεύθυνση τήν Βηθλεέμ. Στόν ορίζοντα διακρίνεις τρείς φιγούρες από καμήλες νά ακολουθούν τήν φωτεινή ουρά του μέχρι πού χάνονται. Χάνονται μέσα στό όνειρο καί τόν σουρεαλισμό. Ο περίεργος παράξενος επώνυμος τελειομανής ταλαντούχος (όσο πατάει η γάτα) ζωγράφος σηκώνεται φανερά εκνευρισμένος καί πάει  βιαστικά πρός τό μέρος τής τηλεόρασης πατώντας τά λουλούδια, τά νερά καί τά κομμάτια τού κινέζικου αμφορέα από τήν ζημιά τού αγαπημένου του γάτου τού Παβαρότη, πού τόν αποκαλούσε έτσι, γιατί ξεσήκωνε στό πόδι κάθε βράδυ όλη τήν κουβανέζικη συνοικία από τίς αγριοφωνάρες του. Κάθετε στήν αναπαυτική πολυθρόνα του κάνοντας zapping μέ τό τηλε-control ελπίζοντας νά βρεί κινούμενα σχέδια. Σταματά σ`ένα γαλλικό documentaire τού δεύτερου γερμανικού καναλιού γιά τήν προστασία τής φύσης. Ενα κοπάδι από τριανταοχτώ χοντρές παχύσαρκες μαύρες πολικές αρκούδες εμφανίζονται στό άσπρο φόντο αφήνοντας τίς φαρδιές πατημασιές τους στό χιώνι, σέ σειρά πρώτα οι μεγάλες καί ακολουθούσαν τά παιδιά τους. Περπατώντας αρκετή ώρα καταλήγουν σε μιά στοά. Από τήν άλλη μεριά τής σήραγγας βγαίνουν τά manequins! Ανδρικά μοντέλα ντυμένα μέ καπέλα καί ριγέ nylon κοστούμια τής τελευταίας λέξης τής μόδας, τής εποχής `60 σάν τά ανθρωπάκια τού Γιάννη Γαίτη πού έχουν καταπιεί μπαστούνι. Βηματίζουν γρήγορα στήν πασσαρέλα καί χάνονται αριστερά τής μικρής οθόνης... Τότε θυμήθηκε καθυστεριμένα τό βραδυνό φαγητό του. Σηκώνεται καί βαδίζοντας πρός τήν κουζίνα μέ τήν αγωνία καί τό άνχος ζωγραφισμένο στό πρόσωπό του όπως ένας τρελλλός κτυπώντας σέ καρέκλες καί στούς τοίχους σάν μεθυσμένος. Κλείνει τό ηλεκτρικό μάτι πού τό ξέχασε αναμένο αρκετό χρόνο μέ τά spaghetti στήν χύτρα ταχύτητας πού έβραζαν στούς 140 βαθμούς. Ευτυχώς δέν έγινε δυστύχημα σκέφτηκε καί μετακίνησε λίγο, ξεσκεπάζοντας έτσι τό καπάκι από τήν κατσαρόλα, γιά νά φύγουν οι ατμοί. Κατόπιν ανοίγοντας τήν βρύση αφίνει νά τρέξει άφθονο νερό γιά νά τό κρυώσει. Υστερα άρχισε νά ετοιμάζει τήν σάλτσα. Σιγοψήνει στό τηγάνι αφού έβαλε τρείς κουταλιές βούτυρο, τά δυό ψιλοκομμένα κρεμύδια μέχρι νά ροδίσουν νά ξανθύνουν, όχι νά καούν. Προσθέτει τόν από τά χτές βρασμένο στραγγισμένο στεγνωμένο ήδη κιμά τής σόγιας, γιατί είταν ζωόφιλος καί συγχρόνως χορτοφάγος. Ανακατεύοντας όλα τά παραπάνω μ`ένα κουτάλι ξύλινο τής σούπας ρίχνει τέσσερεις πολτοποιημένες βιολογικές κρητικές ντομάτες μέ λίγη ρίγανη, βασιλικό καί αλάτι, πιπέρι, μιά σκελίδα σκόρδο, τό φύλο τής δάφνης, ένα φλιτζάνι νερό καί τά αφίνει όλα μαζί περίπου 45 λεπτά. Μέ τρεμάμενο χέρι μετά χύνει ρίχνοντας τήν σάλτσα στά μακαρόνια. Σερβίρει μιά τριπλή μερίδα στό τραπέζι, μπορεί καί τετραπλή, μ`ένα ποτήρι Coca Cola Light. Ψάχνει μέ νευρικές κινήσεις τό τριμμένο τυρί parmezzana καί τό ραντίζει στά άσπρα κόκκινα ζυμαρικά. Αρχίζει νά τά τρώει λαίμαργα καταστρέφοντας τήν δίαιτά του, τήν υγιεινή του διατροφή καί τήν ωραία του εμφάνιση. Τό ηθικόν δίδαγμα τής πολυτάραχης, πολύκροτης αυτής ιστορίας, τής εξωτικής περιπέτειας βγαίνει από τήν άποψη τής ατάκας τού Γούντυ Αλεν όταν λέει,"δέν θέλω νά γίνω αθάνατος μέσω τού έργου μου. Θέλω νά γίνω αθάνατος καί νά μήν...,... πεθάνω".

                                                                                                                                              Ν.Κ/5/1995

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

ΤΟ ΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑ

Τής καρδιάς σου ο λόγος
μ`έχει κάνει καρδιολόγο,
γιατί πρίν από τήν Λέρο
σ`έπιασε ο έρως
κι`από οικολόγος
έγινες γυναικολόγος
καί κατέληξες οινολόγος.
Γιά μιά ωραία μαύρη αμερικάνα
πού τήν ελέγαν Αννα,
άλλαξαν τής
ζωής όλα τά πλάνα.
Κι`απο τότε
η αγάπη σου όλη
δώθηκε σέ γάτα
άσπρη καί πρασινομάτα
Ετσι σού φτιαξα τής καρδιάς
τό γράφημα,
τό σκιτσογράφημα,
τό καρδιογράφημα.

                     Ν.Κ/22/10/2013

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

ΔΥΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΑΝΟΥΝ ΔΥΟ. ΔΗΛΑΔΗ 2#2 Η 2=2, Η ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΡΑΜΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΜΥΘΟΜΑΝΗ, ΜΥΘΟΠΛΑΣΤΗ, ΕΙΚΟΝΟΛΑΤΡΗ, ΕΙΚΟΝΟΠΛΑΣΤΗ ΚΑΙ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΟ, ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΦΑΓΟ.

...,... Ο ουρανός τότε γέμισε μπαμπάκια. Ακούγεται μιά μπάσα φωνή νά απαγγέλλει στίχους από ποιήμα τού Κωνσταντίνου Καβάφη.
"Κάθομαι καί ρεμβάζω. Επιθυμίες κ`αισθήσεις
εκόμισα εις τήν Τέχνην κάτι μισοειδωμένα,
πρόσωπα ή γραμμές, ερώτων ατελών
κάτι αβέβαιες μνήμες. Ας αφεθώ σ`αυτήν.
Ξέρει νά σχηματίσει Μορφήν τής Καλλονής,
σχεδόν ανεπαισθήτως τόν βίον συμπληρούσα
συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσα τές μέρες."
Στή γή υπάρχει ένα σπίτι, πού από τήν καμινάδα βγαίνει ένα σχισμένο χαρτί εφημερίδας, από τήν πόρτα του φεύγει ένας δρόμος στρωμένος μέ κίτρινες καί ρόζ πλάκες πού καταλήγει στήν προέκτασή του νά τέμνεται κόβοντας κάθετα τήν νότια οριζόντια λεωφόρο από άσπρα καί πράσινα τετράπλευρα. Δεξιά μόλις φένεται από τήν ταχύτητά του τό πίσω μέρος ενός μπέζ 2CV. Αριστερά ένα δέντρο καί μιά λίμνη πού στήν όχθη της σκύβει ένα μαύρο πουλί. Τά μαξιλαράκια σύννεφα επαναλαμβάνονται καθρεφτιζόμενα στό νερό. Μιά μοιραία γυναίκα, η Γαλάτεια πλησιάζει έναν άνδρα τόν μεσήλυκα Πολύφημο καί κάθεται δίπλα του... Ιστορίες πού βγήκαν γιατί είθελαν νά μιλησουν οι εικόνες...,... Τά χρώματα είναι μουντά καί παστέλ. Κυριαρχεί ξεχωρίζοντας τό κόκκινο. Τά στοιχεία απέχουν συμμετρικά από τό κέντρο τού πίνακα...,... Τό σκηνικό τού εσωτερικού τού εργαστηρίου είταν τό εξής. Στήν οροφή νά αιωρείται μιά ηλεκτρική λάμπα, στό κέντρο ένα τραπεζάκι. Πίσω από τόν εικονοκλάστη καλλιτέχνη η πόρτα μένει πάντα ανοιχτή. Στούς τοίχους κινηματογραφικές φωτογραφίες. Τό πάτωμα διηρημένο από ρόζ καί θαλασσί τετράγωνα παραλληλόγραμμα. Στό ένα παράθυρο ο ήλιος μαζί μέ τό φεγγάρι. Στό άλλο ο Kitekat ή Θανάσης ή Μπετόβεν ή Βούδας ο βαρύτονος κινέζος γαλανομάτης γάτος νά κοιμάται. Ο Picasso παρατηρεί μέ βλέμμα λυπημένο στενοχωρημένο, θλιμμένος καί ανήσυχος τό έργο του. Θά τό αφήσει νά ωριμάσει στό μυαλό του. Θά τό ξεχάσει συνεχίζοντας κάποιο άλλο καί θά επιστρέψει δριμύτερος, όταν θά έρθει η ώρα, η έμπνευση βρίσκοντας ήδη τήν λύση. Σκέφτεται λιγάκι φυσόντας τόν καπνό τού τσιγάρου του, σχεδιάζοντας μέσα στόν αέρα καλλιγραφικά οκτάρια, ψιθυρίζοντας σιγανά στό αυτί τού  Kahnweiler. "Cezanne, d`une bouteille fait un cylindre, moi je pars d`un cylindre pour creer un individu d`un type special, d`un cylindre je fais une bouteille, une certaine bouteille. Cezanne va vers l`architecture, moi j`en pars, c`est pourquoi je compose avec des abstractions, couleurs et j`arrange quand ces couleurs sont devenues des objets." Κάπου σ`άλλο σημείο τού πλανήτη συμβαίνει η παράλληλη πραγματικότητα. Τό πλοίο φεύγει από τήν προβλήτα μέ θόρυβο καί σφυρίγματα. Πάνω του είναι ζωγραφισμένοι αριθμοί, πρωτότυπα σχήματα, σήματα καί περίεργα σύμβολα από πρωτοποριακούς αλβανούς οικονομικούς μετανάστες καί κονστρουκτιβιστές, αριβίστες φοιτητές. Ολα αυτά ο θαρραλέος νέγρος, ειδωλολάτρης Μανωλιός ή Δαβίδ ή Μιχαλιός τά παρακολουθεί από ψιλά καί σέ απόσταση, μέσα από τήν γιάλα τού φάρου. Αφού αποχαιρέτησε τούς φίλους καί συναδέλφους φαροφύλακες, αδελφούς νυχτοφύλακες, θά συνεχίζεται η ζωή του χωρίς επαναλήψεις, πλήξη, ρουτίνα, ανία καί ζήλιες μέ εκπλήξεις καί αλλαγές σέ περιβάλλον γραφικό, ζωγραφικό, εξωτικό, ονειρικό, γαλάζιο, σέ λιμάνι τής Καραιβικής. Θά ζούσε μιά ιστορία όπως στό "El amor en los tiempos del colera" de Gabriel Garcia Marquez, θά είταν ο Φλορεντίνο Αρίσα καί θά `βρισκε μιά Φερμίνα Δάσα . Οταν οι άλλοι θά βρίσκονται στίς μακρινές επαρχίες διασχίζοντας τόν ωκεανό γιά νά μεταφέρουν τίς απόψεις τους, τά νέα, τίς δικές τους ιδέες, τήν αισθητική τους, τό ήθος τους, μαζί μέ τούς τουρίστες, τούς δανούς πρόσφυγες, τά αποικιακά προιόντα, τίς απορίες, τίς υποψίες, τίς ελπίδες, τίς αγωνίες μέ τά ψέματα καί τίς αλήθειες τους. Τό κεφάλι έγειρε στόν ώμο του, επειδή κουράστηκε νά κοιτάζει τό καράβι πού όσο ξεμάκρυνε, μίκρυνε δημιουργώντας μιά κουκκίδα στόν ορίζοντα, βημάτισε στήν θέση πού έβλεπε πρός τό γήπεδο. Σήμερα έπαιζαν ποδόσφαιρο οι εθνικές ομάδες τής Νιγηρίας καί τής Βενεζουέλας. Είταν τό δεύτερο ημίχρονο καί οι πράσινοι νικούσαν τούς κίτρινους δύο μηδέν. Προσέχει θαυμάζοντας σάν υπερόπτης θεός, τά μυρμηγκάκια ανθρωπάκια μέ τήν μανία πού κυνηγούσαν σάν δαιμονισμένα, σάν τρελλά μέ γρηγοράδα τήν στρογγυλή θαιά καί τούς φιλάθλους πού φώναζαν καί χώρευαν σέ αφροκουβανέζικους ρυθμούς. Μέχρι τήν στιγμή εκείνη πού μιά βολίδα έσπασε τό τζάμι τού παρατηρητηρίου του καί ρίχνει κάτω τό αγαπημένο ρόζ ρώσικο βάζο φτιαγμένο από τά χέρια τού μεγάλου καταλανού πλάστη. Souvenir τών γεννεθλίων του, δώρο τής μαμάς μέ τίς πλαστικές μαργαρίτες καί τό ωραίο φύλλο από σπάνιο μέταλλο. Αποφασίζει λοιπόν νά τούς τημωρήσει, κρατώντας τήν μπάλλα, εξ`αιτίας τής ζημιάς καί μιάς παλιάς ψυχικής του οδίνης καί παιδικής τραυματικής του εμπειρίας, τού γνωστού συνδρόμου τής μικρής Ελένης πού δέν τήν έπαιζαν οι φιλενάδες της. Αρχίζει τό σκούπισμα, τό σφουγγάρισμα, τό ξεσκόνισμα γιά νά καθαρίσει τό δωμάτιο μέχρι νά εξαφανιστούν τά ίχνη από τά γυαλιά, τά πήλινα, κεραμικά κομμάτια καί τά ψεύτικα λουλούδια. Ωσπου κάποιος μπαίνει μέσα χωρίς νά χτυπήσει τό κουδούνι. Η φανέλλα μέ τό εννέα τής παρέας, ένας ευγενικός κύριος ο Ηρακλής ή Γολιάθ ή Γιώργος, ύψος δύο μέτρα καί κάτι. Αφού έγιναν οι τυπικές συστάσεις ανακάλυψαν, ότι είταν συμμαθητές στό δημοτικό. Αυτός τότε αποφασίζει νά τού ζητήσει τή χάρη. Εκοίνος μετανοιωμένος αλλάζοντας γνώμη θέλει νά απαλλαγεί από αυτό τό ένοχο αντικείμενο. Ανταλλάσσοντας τήν μπάλα μέ τήν πολύτιμη φιλία τού Ηρακλή. Γι`αυτό κανόνισαν μιά συνάντηση γιά rendez-vous νά θυμηθούν τά παλιά μ`ένα καραφάκι ουζο, γιά να διατηρήσουν ανανεώνοντας τήν γνωριμία τους. Κι`έτσι φιλικά καί πολιτισμένα αποχωρίστικαν. Ο ήρωάς μας έκλεισε, ασφαλίζοντας καλά τήν εξώπορτα, χαλαρώνοντας τήν γραβάτα του, ξάπλωσε στήν chaise longue, είπιε ένα ποτήρι κρύο νερό καί έβαλε στό video κάτι γιά νά ηρεμήσει ξεκουράζοντάς τον. Τήν εθνική αντίσταση σέ κινούμενα σχέδια. Δυστυχώς όμως θά σταματήσω απότομα εδώ χωρίς πολλές δικαιολογίες γιατί αυτό τό love story μπορεί νά έχει τόν ατέλειωτο, σάν τίς κοσμοπολίτικες, κοινωνικές, περιπετειώδεις, δραματικές, βίαιες, κατασκοπευτικές, βραζιλιάνικες σειρές, ακατάληλες διά ενηλίκους τής βελγικής τηλεόρασης. Είταν απλά μιά απόπειρα γιά ένα ποιητικό πεζογράφημα ή ένα ρομαντικό έγχρωμο διήγημα σέ ασπρόμαυρο περιβάλλον, γραμμένο μέσα στήν ζεστή φθινοπωρινή ατμόσφαιρα τής Καλλιθέας τού 1994. Μιμούμενος, επιρρεασμένος από τήν dada μορφή τεχνικής...,..."Λόγω ελλείψεως σοβαρής απασχόλησης από τό 1884 γράφω, όπως άλλοι καπνίζουν ένα πούρο, γιά νά περάσει η ώρα." Stendhal

                                                                                                                                            N.K/10/1994

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ. ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΣΚΟΚ. Η ΨΥΧΩΣΗ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗΣ ΜΙΑΣ ΙΔΕΑΣ. ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ ΚΑΙ ΕΝΑ SCENARIO ΠΟΥ ΖΗΤΑ ΣΚΙΤΣΟΓΡΑΦΟ

...,...γιά νά μήν ξεχάσει ορισμένα σχήματα πού τού `ρθαν απροσδόκητα στό μυαλό τή στιγμή αυτή σάν έμπνευση τυχαία, επινόησε νά τά σκιτσάρει γρήγορα σ`ένα bloc σημιώσεων. Ετσι θά τά παρουσίαζε κάποτε φωτοτυπημένα σάν ολοκληρωμένα, αυτόνομα έργα. Ενοιωθε περισσότερο γελοιογράφος παρά ζωγράφος γιατί είθελε νά κάνει τόν θεατή έναν χαμογελαστό παρατηρητή. Σηκώθηκε από τήν καρέκλα καί βάδισε πρός τό παράθυρο. Εσυρε στήν μιά άκρη τήν νάυλον κουρτίνα "made china" μέ τούς σχεδιασμένους παπαγάλους σ' εξωτικό τοπίο. Κοίταξε τήν λεωφόρο εμπρός καί τίς διπλανές ταράτσες μέ τά απλωμένα εσώρουχα, τίς κάλτσες, τίς κεραίες τής τηλεόρασης καί τήν πορτοκαλί πανσέληνο. Πέρασε ένα τέταρτο τής ώρας από τόν χρόνο πού ώρισαν νά συναντηθούν γιά νά συζητήσουν μέ τόν Βούδα τών Τεχνών. Μασσόντας τά νύχια του άκουγε τήν καρδιά του νά χτυπά δυνατά από τήν αγωνία. Ανησυχούσε από τόν φόβο γιά τήν αποτυχία καί τήν απόρριψη. Απάγγειλε τότε μεγαλόφωνα, υψηλόφωνα, γιά νά τού τονωθεί τό ηθικό γραμμές γραμμένες από τόν Κωνσταντίνο Καβάφη.
"...κι`αυτό ακόμη τό σκαλί τό πρώτο
πολύ από τόν κοινό τόν κόσμο απέχει.
Εις τό σκαλί γιά νά πατήσεις τούτο
πρέπει μέ τό δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις τών ιδεών τήν πόλι.
Καί δύσκολο στήν πόλι εκείνην είναι
καί σπάνιο νά σέ πολιτογραφήσουν.
Στήν αγορά της βρίσκεις Νομθέτας
πού δέν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ πού έφθασες, λίγο δέν είναι
τόσο πού έκαμες, μεγάλη δόξα."
Εριξε μιά ματιά στό ρολόι τού τοίχου πού έδειχνε ο μεγάλος  δείχτης στό τέσσερα καί ομικρός στό τρία., δηλαδή μία καί τέταρτο μετά τά μεσάνυχτα. Δέν μπορούσε άλλο νά περιμένει. Προχώρησε μέ κατεύθυνση τό πουθενά, πατώντας από λάθος τήν μακριά φιδίσια ουρά τού πολυαγαπημένου, πολυχαιδεμένου, μάλλινου, γουνοφόρου, γκρίζου, πέρση γάτου τού Ανανία, πού  έβγαλε ένα παραπονεμένο, παρατεταμένο, μακρόσυρτο ουρλιαχτό. ΜΙΑΟΟΟ. ΜΙΑΑΑΡΡΡ. ΠΟΝΑΑΑΩ! Ξυπνόντας, ξεσηκώνοντας, τά βόρεια καί τά νότεια προάστεια, τά δυτικά καί τά ανατολικά. Φόρεσε τό μπλέ σακκάκι, τό μπέζ φουλάρι, τό κίτρινο παλτό, (έμοιαζε μέ ποτραίτο τού Modigliani), έφυγε μέσα στό θαλασσί, στήν ώχρα καί τό κόκκινο. Ολη η χώρα είταν χρωματισμένη εξ`αιτίας τής πρόωρης προεκλογικής εκστρατείας τών δημοτικών, κοινοβουλευτικών, προεδρικών, ευρωεκλογών. Εβαλε εμπρός τό αμάξι, κατέβηκε ή ανέβηκε τόν χωματόδρομο, νά πώ μέ σιγουριά δέν ξέρω, πού έβγαζε στήν τεχνιτή από τά μπάζα χερσόνησο πού προεκτεινόταν αρκετά μέσα στόν ωκεανό. Ετσι βρέθηκε χωρίς νά τό καταλάβει μέσα σ`ένα κοπάδι αυτοκινήτων τετρακύκλων, τρικύκλων καί δικύκλων μέ κατεύθυνση τό κέντρο τής πρωτεύουσας. Τό πιό τουριστικό, σουρεαλιστικό  καί εμπορικό σημείο τής πόλης. Περνώντας μέσα από μιά υπόγεια φωτισμένη στοά φτάνει στήν πλατεία τών Στυμφαλιδών ορνίθων. Εκεί πού βρίσκεται ένα χρυσό αυγό, γλυπτό καμωμένο από τόν Constantin Brancusi. Εκοψε ταχύτητα πέρνει μιά στροφή αριστερά γύρω από τό άγαλμα γιά νά μήν κτυπίσει τήν ρόζ Renault 4L πλάι του. Ξεφεύγει τήν μεγάλη κίνηση από μιά πάροδο πού βγάζει στήν σκοτεινή, υγρή, αραβική συνοικία. Χαράζει! Ο ουρανός γίνεται ανοιχτοπράσινος. Η γή βάφεται μέ μπογές παστέλ. Τό φεγγάρι δύπλα στόν ήλιο. Τά σπίτια γίνονται ώχρα γίηνη, οι δρόμοι γαλάζιοι. Αφησε τό 2CVμπροστά από τό Super Marche Casino καί κατέβηκε νά περπατήσει. Βαδίζει χωρίς προορισμό. Ασκοπα. Σιγοτραγουδώντας στόν σκοπό τού Georges Brassens.
"Mourir pour des idees, l`idee est excellente.
Mourir pour des idees, c`est bien beau
Mais les quelles?"
...μέχρι πού ξεχωρίζει από μακριά μιά φιγούρα κόττας πού μεγαλώνει πλησιάζοντας. Η συνάντηση μέ τό απρόοπτο. Μιά κόττα γίγας νά έρχεται κατά πάνω του, τζιμπώντας εδώ καί `κεί στό έδαφος. Τρομαγμένος, ταραγμένος, τρέχει επιστρέφοντας στό κόκκινο citroen 2CV αλλά είταν πλέον αργά. Κατάλαβε, ότι χάθηκε σ`ένα λαβύρινθο από μαιάνδρους, ευθείες, καμπύλες καί zig-zag. Ξαφνικά από μιά γωνιά μπροστά του παρουσιάζεται μιά ακέφαλη τεράστια στρουθοκάμηλος. Τρελλλάθηκε. "Θεούλη μου ο πλανήτης μας έγινε ένα τεράστιο κοτέτσι, όπου ζούν μόνο τά κλωσσόπουλα, οι πελαργοί, οι άγριες γαλοπούλες, οι χήνες, τά κοκόρια, οι πάπιες οι Ντάφυ Ντάκ καί οι Ντόναλντ Ντάκ," σκέφηκε. Γιά νά σωθεί από τίς επιθετικές διαθέσεις τών θανατηφόρων καί φονικών πουλιών, κρύφτηκε σ`ένα σωρό από μαγικά πούπουλα. Μέσα στό σκοτάδι άκουγε μόνο τά κακαρίσματα αισθανόμενος κάποτε τήν ελαφρότητά του. Τήν αβάσταχτη ελαφρότητα τού είναι. Δηλαδή νά χάνει τήν βαρύτητά του καί νά ανεβαίνει ψιλά, αρκετά πολύ πάνω από τίς στέγες. Αφ`υψιλού. Εκεί πού όλα φαίνονταν σάν γεωγραφικός χάρτης. Μιά ματιά κάτοψης. Βγάζει τό κεφάλι του από τό βουνό τών πουπούλων καί γίνεται ο άνθρωπος νυχτερίδα. Από μακριά βλέπει τόν γνωστό τεχνοκριτικό κρητικό μέ πρόσωπο σάν καρικατούρα τού Daumier καί σώμα σάν γαλλικό ερωτιματικό, τιμωρημένος από τόν Θεό γιά τά καλά πού`χει κάνει νά πετά πρός τό μέρος του, πασαλοιμένος μέ πίσσα πού πάνω της είταν κολλημένα πούπουλα καί φτερά παγωνιού. Τόν πληροφορεί, ότι η ψυχή τους αποχωρίστηκε από τό σώμα καί ταξιδεύει τώρα έτσι αδέσποτο καί άστεγο. Εγιναν πνεύματα καταδικασμένα νά περιπλανώνται. Αόρατοι! Δαιμονισμένοι! Κολασμένοι! Φαντάσματα τού εαυτού τους. Θά τρύπωναν στά  ξένα σπίτια στά μαγαζιά καί στά ξενοδοχεία. Δέν θά τούς έβλεπε κανείς. Δέν θά τούς γνώριζε ούτε η μάνα τους. Θά αναγνωριζόντουσαν όμως μεταξύ τους καί θά παρακολουθούσαν τήν ζωή τών υπολοίπων, τήν ιδιωτική καί τήν δημόσια. Θά γνώριζαν τίς διαστροφές τών άλλων. Θά είχαν όλο τόν κόσμο στό χέρι τους. Ανάμεσα τους θά υπήρχε η κατανόηση, η αλληλεγγύη η ανοχή όπως σέ μασονική στοά. Αυτά είπαν καί άλλα πολλά. Πήγαν μέχρι τούς πλανήτες, πέρα από τήν γήινη ατμόσφαιρα όπου συνάντησαν τά άλλα ξωτικά όπως τόν Δαίδαλο, τόν μικρό πρίγγιπα τού Antoine de Saint Exupery, τό περιστέρι τού Magritte, τόν Σούπερμαν, τόν φτεροπόδαρο Ερμή τόν αγγελιοφόρο τών Θεών, τόν αρχάγγελο Μιχαήλ καί τόν Μιχαήλ Αγγελο. Εκαναν όλοι μαζί μιά βουτιά, κατακόρυφη πτώση μέχρι τά σύννεφα μέ τά χέρια ενωμένα τεντωμένα εμπρός καί τά πόδια ενωμένα τεντωμένα πίσω όπως στά παιδικά αμερικάνικα κόμικς τής τηλεόρασης, μετά είρθαν στήν φωτεινή πλευρά τής σελήνης καί ο ίσκιος τους βρέθηκε νά καλύπτει τούς άλλους πλανήτες τού ηλιακού μας γαλαξία! Μιά πολύ ωραία εικόνα. Χόρευαν χαρούμενοι, κολυμπούσαν στό κενό, έκαναν φιγούρες, όπως τά αεροπλάνα σέ γιορτινή εθνική μέρα ασκήσεων επίδειξης. Ολα αυτά τά φανταζόσουν ίσως καί νά τά επιθυμούσες, καθώς έβλεπες τίς κίτρινες ανταύγειες από τό ποτήρι μέ τήν Coca Cola. Ενώ καθόσουν στήν συνηθισμένη θέση τού bar des Beaux Arts στό παλιό λιμάνι τής Μασσαλίας στήν παρέα τού Marinetti μέ τήν Μέρυλ Στρίπ καί τούς αδερφούς Marx. Τό ζεστό εκείνο κυριακάτικο απόγευμα τού Οκτωμβρίου τού 1993. Γιά νά αποφύγεις τώρα κάθε εξήγηση από παρεξήγηση πού ίσως συμβεί στό μέλλον δηλώνεις ,ότι τά περιστατικά πού συνέβησαν κατά τήν διάρκεια αυτής τής ιστορίας, τής πλοκής τού επισοδείου τού μύθου καμιά σχέση δέν έχουν μέ πραγματικές καταστάσεις, γεγονότων πού συνέβησαν κατά τό παρελθόν καί ίσως καί στό μέλλον καί εάν ναί, είναι απόλυτα συμπτωματική καί ουδεμία ευθύνη φέρει ο δημιουργός αυτού τού ερωτικού επιστημονικού, θρίλερ.

                                                                                                                            Ν.Κ/10/1993  

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

ΟΙ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΚΡΟΚΟΣΜΟΙ Η ΠΩΣ ΤΡΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΑΣ ΚΑΝΟΥΝ ΜΙΑ.

...,...Ειταν Τριτη καί δεκατρείς Ιουλίου τού ενενήντα τρία. Λέγεται Dora Maar καί είναι η γνωστή διάσημη φωτογράφος! Φορά τό ριγέ λινό pret`a porter, deux pieces καί τό λουλακί μεταξωτό καπελάκι σάν φωτοστέφανο, μέ τό φτερό τού παγωνιού στό πλάι. Βρίσκεται μαζί μέ τούς άλλους ανθρωπάκους καμωμένους από τά χέρια τών Klee, Miro, Dubuffet καί τής Play Mobil, κατευθύνονται σάν κουρδισμένοι μέ διεύθυνση στά ανατολικά. Δεξιά καί αριστερά της βρίσκονται οι πολυκατοικίες, κάπου ο καπνός μιάς καμινάδας πού ανεβαίνοντας κάνει καρδιές καί δέντρα πού μιάζουν μέ παγωτό χωνάκι. Τά σύννεφα κεφάλια από μαργαρίτες μικρά καί μεγάλα ανάμεσά τους ο βασιλιάς ήλιος καί ένα αεροπλάνο πού γράφει στόν ουρανό "Σώστε τήν θάλασσα." Στό βάθος ο Περσικός ή ο Σαρωνικός κόλπος δέν μπορεί σωστά νά διακρίνει. Η εικόνα αφηγηματική σάν νά βγήκε από περιοδικό κόμικς. Περιορίζονται όλοι καί όλα από τό ένα μέτρο ύψος επί εβδομήντα εκατοστά πλάτος τής λευκής ξύλινης κορνίζας. Πιέζονται όλοι καί όλα από τήν επίπεδη επιφάνεια τού καμβά. Στόν τελευταίο αυτόν πίνακα κυριαρχεί τό κόκκινο στό ρόζ, τό πράσσινο στό θαλασσί, τό μαύρο στήν ώχρα, τά ακρυλικά στούς μαρκαδόρους. Τά υλικά ώς συνήθως πλαστικά, μή ανακυκλώσιμα. Η τεχνική αυθόρμητη, εσωτερική, ψυχική, αληθινή, παιδική όχι παιδαριώδης. Οσο περισσότερο δουλεύεις έναν πίνακα στήν φαντασία καί στήν πράξη, τόσο έρχεται τό επιθυμητό αποτέλεσμα. Τέχνη=γνώση=επιστήμη, γιατί κατά τόν Μπρέχτ "Η Τέχνη απευθύνεται στούς γνώστες". Γράφεις όπως μιλάς. Στήν ζωγραφική θά βρείς τούς συνδιασμούς χρωμάτων καί σχημάτων πού σέ αντιπροσωπεύουν στίς δύο διαστάσεις. Στήν λογοτεχνία τίς λέξεις καί στίς δύο φτιάχνεις παραστάσεις, αποκτάς εμπειρίες-απόψεις-αισθητική-styl-ιδεολογία-τρόπο ζωής...,... Ο καλλιτέχνης, αργά-αργά σέ ρυθμό ralenti πού θύμιζε film τού Αγγελόπουλου ή τίς κινήσεις σέ επανάληψη από ποδοσφαιρικό αγώνα τής Κυριακής. Τό αμφισβητούμενο πέναλτι! Υπνοτισμένος από τήν μεσημεριάτικη siesta, μάζεψε τίς μπογές καί τά πινέλα, τακτοποίησε τά εργαλεία του. Είπιε τό χάπι του γιά τόν πονοκέφαλο. Προσπάθησε νά βάλει σέ μιά τάξη τίς σκέψεις του πού τόν βασάνιζαν, βάρεναν τό κεφάλι του από τό πρωί. Είχε μαλώσει μέ τήν πεθερά του. Εριξε μιά ματιά γεμάτη θαυμασμό καί ικανοποίηση στήν πρόσφατη επιτυχημένη δημιουργία του. Πήρε από τό συρτάρι τού γραφείου του τόν "Μικρό πρίγγηπα" τού Antoine de Saint Exupery καί άρχισε νά διαβάζει...,... "Οι μεγάλοι μέ συμβούλεψαν νά αφήσω κατά μέρος τίς ζωγραφιές μέ τά φίδια καί αντί νά σχεδιάζω τά μέσα καί τά έξω τού βόα νά ενδιαφερθώ καλύτερα γιά γεωγραφία, αριθμητική καί γραμματική. Ετσι έγινε καί παράτησα μιά λαμπρή σταδιοδρομία ζωγράφου, μόλις σέ ηλικία έξι χρονών...,...,...,...,...,...,...,..."
Ο Amado Mio ο εικονογράφος άφησε τό βιβλίο νά τού πέσει από τά χέρια στό πάτωμα ενώ ακουγόταν από τό ραδιόφωνο ένα τραγούδι τής αγαπημένης Edith Piaf σάν απάντηση non rien de rien je ne regrete rien... Εκανε τρομερή ζέστη 38 βαθμούς στή σκιά. Αποφάσισε λοιπόν νά βγεί νά πάρει τό δροσερό αεράκι έξω στό γιορτινό τρίχρωμο περιβάλλον τού μπλέ, τού άσπρου καί τού κόκκινου, γιατί αύριο είταν η επέτιος τής γαλλικής επανάστασης.. Στό δρόμο συναντά τούς άλλους Klee, Miro, Dubuffet, Play Mobil καί ενώνεται στό πλήθος. Στό πανί τώρα πέφτουν σιγά-σιγά τά πρώτα ονόματα τών συντελεστών καί τών πρωταγωνιστών ηθοποιών αυτού τού αριστουργηματικού, αστυνομικού, dadaιστικού, αισθηματικού, κινηματογραφικού, δράματος. Τά φώτα ανάβουν συγχρόνως μέ τό fin επί τής οθόνης. Ο Mi Corazon
, είταν από τούς τελευταίους θεατές τής βραδυνής παράστασης. Εγκατέλειψε τό θερινό cinema ζώντας τό cenario καί τήν ατμόσφαιρα τού έργου, ερωτευμένος μέ τήν Mairilyn τήν Gilda τήν Julie Christie...,... Κατέβαινε ένα, ένα τά σκαλιά στήν αρχή χαζεύοντας, ύστερα κοιτάζοντας, παρατηρώντας ειρωνικά μιάν αφίσσα μέ τά "gitanes" πού έγραφε, "Τό κάπνισμα βλάπτει σοβαρά τήν υγεία" κρατώντας ανάμεσα στά δάχτυλά του τό αναμένο, μισοβισμένο "gauloise blonde" του... Καθώς πλησίαζε τώρα στήν κεντρική πολυθόρυβη πλατεία τών Αγγέλων από τήν οδό τών Ονείρων πέταξε τό τσιγάρο βυθισμένος ακόμα στόν δικό του γαλάζιο κόσμο, βρήκε τήν κίτρινη Renault 4L μέ τά fumes τζάμια καί τόν Puerto Rico νεαρό, ολλανδό, νέγρο σωφέρ του, πού τόν περίμεναν έξω από τόν ιερό ναό τών Αγίων Πάντων. Κάθησε στό πίσω κάθισμα μέ τίς έντεκα γκρί περσίδες γάτες του. Εκλεισε μαλακά τήν πόρτα δίπλα του καί έφυγαν μέ ταχύτητα πρός τήν λεωφόρο μέ τούς γιγάντιους κάκτους πού οδηγεί στό Πανγκράτι μέχρι που χάθηκαν στό χάος τής κυκλοφορίας τών αυτοκινήτων καί στήν ανωνυμία. Μέχρι πού τούς έφαγε τό μαύρο σκοτάδι...,... Συνέχια επί τής οθόνης.